-
1 σκηνωμα
- ατος τό1) палатка, шатер, преимущ. pl. лагерь, квартирыοἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων Xen. — войска, расквартированные в другом месте
2) обитель, обиталище NT.
См. также в других словарях:
σκήνωμα — το, ΝΑ [σκηνῶ (III)] σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. μσν. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα τού αγίου Διονυσίου») μσν. αρχ. το σώμα τού ανθρώπου ως κατοικία τής ψυχής αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς… … Dictionary of Greek